- προσορέγω
- προσορέγω,A reach a thing to, ἡμῖν [ἄρτον] Crates Ep.34.3:—[voice] Med., hold out as an inducement, τινι Hdt.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσορέγω — Α [ὀρέγω, ομαι] 1. εκτείνω, απλώνω το χέρι μου για να προσφέρω σε κάποιον κάτι 2. μέσ. προσορέγομαι ζητώ να πάρω κάτι με παρακλήσεις, παρακαλώ επιμόνως για κάτι … Dictionary of Greek